νυσσηΐτας

νυσσηΐτας
νυσσηΐτας, , Pythag. name for 9, Theol.Ar.58 (dub. l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυσσηίτας — νυσσηΐτας, ὁ (Α) (αμφβλ. ανάγν.) (στους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νύσσα (Ι) + κατάλ. ηΐτᾱς (πρβλ. το χωρίο από τα Θεολογούμενα Αριθμητικής: «καὶ νυσσηΐταν [αὐτὴν ἐπωνόμαζον] ἀπὸ τοῡ ἐπὶ νύσσαν καὶ ὡσανεὶ τέρμα… …   Dictionary of Greek

  • νυσσηίταν — νυσσηίτᾱν , νυσσηίτας masc acc sg (epic doric aeolic) νυσσηίτας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”